παλισσυτέω-ῶ

παλίσσυτος

παλίστρεπτος
παλίσ·συτος, ος, ον [ᾰῠ] qui se précipite en arrière, Soph. O.R. 193 ; Eur. Suppl. 388 ; Pol. 15, 12, 2.
Étym. π. σεύομαι.