Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πανάπιστος
παναπόπληκτος
πανάποτμος
παν·απόπληκτος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] tout à fait frappé de stupeur,
Socr.
Ep.
p. 75
.
Étym.
π. ἀπόπληκτος
.