Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παναπόπληκτος
πανάποτμος
πανάργυρος
παν·άποτμος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] tout à fait infortuné,
Il.
24, 255, 493
||
Sup.
-ότατος,
Anth.
9, 425
.
Étym.
π. ἄποτμος
.