παναπόπληκτος

πανάποτμος

πανάργυρος
παν·άποτμος, ος, ον [ᾰᾰ] tout à fait infortuné, Il. 24, 255, 493 ||
Sup. -ότατος, Anth. 9, 425.
Étym. π. ἄποτμος.