Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πανεπίθυμος
πανεπίκλοπος
πανεπίσκοπος
παν·επίκλοπος,
ος, ον
[
ᾰ
] tout à fait rusé, fourbe,
Opp.
C.
2, 28
.
Étym.
π. ἐπίκλοπος
.