παγκρατιάζω

παγκρατιαστής

παγκρατιαστικός
παγκρατιαστής, οῦ [ᾰτ] qui lutte ou s’exerce au pancrace, Plat. Rsp. 338c, Euthyd. 271c, etc.
Étym. παγκρατιάζω.