παντᾷ

πανταγάθιον

Παντάγαθος
παντ·αγάθιον ou παντ·άγαθον, ου (τὸ) [ᾰγᾰ] bon pour tout, sorte d’emplâtre, Gal. 15, 734.
Étym. π. ἀγαθός.