Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παντοπόρος
παντοπράκτης
παντόπτης
παντο·πράκτης,
ου,
adj. m.
c.
παντοποιός,
Ptol.
Tetr.
p. 166, 22
.
Étym.
π. πράσσω
.