πάνυγρος

πανυπείροχος

πανυπέρτατος
παν·υπείροχος, ος, ον [ᾰῠ] qui l’emporte sur tout, tout à fait supérieur, Opp. C. 2, 63 ; Anth. 9, 656, 741.
Étym. π. ὑπερέχω.