παραχωρέω-ῶ

παραχώρησις

παραχωρητέος
παραχώρησις, εως () action de se retirer, d’où :
1 cession, abandon, DS. 13, 43 ; DH. 4, 27, etc. ||
2 t. de log. concession, Arr. Epict. 1, 7, 16.
Étym. παραχωρέω.