Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγιάζω
[
ᾰγ
] faire payer le péage à,
acc.
Pol.
4, 44, 4
.
Étym.
παραγώγιον
.