παραγωγίς

παραγωγός

παράγωγος
παρ·αγωγός, ός, όν [ᾰγ]
1 qui amène, qui introduit, initiateur, Charit. 1, 1 ||
2 qui égare, qui séduit, trompeur, Poèt. (Suid. vo μύραινα).
Étym. παράγω.