παρακαταχράομαι-ῶμαι

παρακατεσθίω

παρακατέχω
παρα·κατεσθίω (f. -κατέδομαι, ao. 2 -κατέφαγον, etc.) manger auprès de ou avec, dat. Sot. com. (Ath. 368a).