Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατηγόρημα
παρα·κατέχω
(
f.
-καθέξω,
ao. 2
-κατέσχον,
etc.
) retenir, arrêter,
Thc.
8, 93 ;
Pol.
1, 66, 5,
etc. ;
fig.
τὰς ὠδῖνας,
DS.
4, 9,
calmer la douleur.