παρακατέχω

παρακατηγόρημα

παρακάτθετο
παρα·κατηγόρημα, ατος (τὸ) t. de philos. stoïcienne et de gr. proposition où l’objet dont on parle est grammaticalement régime (Σωκράτει μεταμέλει, p. opp. à une prop. où Socrate serait sujet, Σωκράτης περιπατεῖ) Rhét. 2, 612 W. ; v. κατηγόρημα et παρασύμϐαμα.