παρακολούθημα

παρακολούθησις

παρακολουθητικός
παρακολούθησις, εως () [ᾰκ]
1 suite, conséquence, Chrysipp. (A. Gell. 6, 1) ||
2 intelligence, Plut. M. 1144b ; Arr. Epict. 1, 6, 13, etc.
Étym. παρακολουθέω.