παρακολούθησις

παρακολουθητικός

παρακολουθητικῶς
παρακολουθητικός, ή, όν [ᾰκ] propre à suivre un raisonnement, une démonstration, intelligent, Arr. Epict. 1, 6, 14 ; M. Ant. 5, 9 ; avec le dat. Arr. Epict. 1, 6, 17.
Étym. παρακολουθέω.