παράλιος

παραλιταίνω

παραλλαγή
παρ·αλιταίνω (f. παραλιτήσω, ao. 2 παρήλιτον) [ᾰλ] commettre une faute, A. Rh. 3, 891 ; Q. Sm. 13, 400 ; τινά, A. Rh. 2, 246, envers qqn.