παραλληλεπίπεδος

παραλληλόγραμμος

παραλληλογράμμως
παραλληλό·γραμμος, ος, ον, en forme de parallélogramme, Str. 178 ; τὸ π. Plut. M. 1080b, le parallélogramme.
Étym. παράλληλος, γράμμα.