παραλογίζομαι

παραλογισμός

παραλογιστής
παραλογισμός, οῦ ()
1 faux raisonnement, argumentation captieuse, paralogisme, Lycurg. 152, 4 ; Arstt. Soph. el. 4, 9 ||
2 p. suite, tromperie, Pol. 1, 81, 8, etc.
Étym. παραλογίζομαι.