παραλογισμός

παραλογιστής

παραλογιστικός
παραλογιστής, οῦ ()
1 qui raisonne mal, qui trompe par de faux raisonnements, Arstt. Eud. 3, 4, 5 ; M. Ant. 6, 13 ||
2 trompeur, Artém. 4, 57.
Étym. παραλογίζομαι.