παράληρος

παράληψις

παραλία
παράληψις, εως ()
1 action de prendre en main, de recueillir, gén. Pol. 2, 3, 1 ; DS. 15, 95 ; Ath. 218c ||
2 prise d’une ville, Pol. 2, 46, 2 ||
3 enseignement, doctrine, leçon, Arr. Epict. 2, 11, 2, etc.
Étym. παραλαμϐάνω.