παραλήρησις

παράληρος

παράληψις
παράληρος, ος, ον, qui déraisonne, qui radote, Hpc. Epid. 1, 940 ; Phil. 1, 387, etc. ; subst. τὸ π. Hpc. 1103e, délire.
Étym. παραληρέω.