παραμπίσχω

παραμπυκίζω

παραμυθέομαι-οῦμαι
*παρ·αμπυκίζω, dor. παρ·αμπυκίδδω (impf. 3 sg. παραμπύκιδδε) [] entourer d’une bandelette, Ar. Lys. 1316.
Étym. π. ἄμπυξ.