παραμυθητέον

παραμυθητικός

παραμυθήτωρ
παραμυθητικός, ή, όν [] propre à consoler, consolant, Arstt. Nic. 9, 11, 3 ; Plut. M. 101f ; τὸ π. DH. Rhet. 6, 4, consolation.
Étym. παραμυθέομαι.