Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραμυθέομαι-οῦμαι
παραμυθητέον
παραμυθητικός
παραμυθητέον
[
ῡ
]
vb. de
παραμυθέομαι,
Plat.
Leg.
899
d
;
Sopatr.
(
Stob.
Fl.
46, 52
).