παρανομέω-ῶ

παρανόμημα

παρανόμησις
παρανόμημα, ατος (τὸ) acte contraire à la loi ou à la justice, illégalité, méfait, Thc. 7, 18 ; Pol. 24, 8, 2 ; Plut. Cato mi. 47.
Étym. παρανομέω.