παραπετάννυμι

παραπέτασμα

παραπέτομαι
παραπέτασμα, ατος (τὸ)
1 tenture, Hdt. 9, 82 ; Ar. Ran. 938 ||
2 manteau, Plat. Prot. 316e ; fig. prétexte, Dém. 1107, 1.
Étym. παραπετάννυμι.