παραφθέγγομαι

παράφθεγμα

παραφθείρω
παράφθεγμα, ατος (τὸ)
1 parole à côté de la question, réflexion incidente, Plat. Euthyd. 296b ||
2 son faux ou discordant, Arstd. t. 2, 365.
Étym. παραφθέγγομαι.