Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παραπίμπρημι
παραπικρασμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐ
] action d’aigrir, d’exaspérer,
Spt.
Ps.
94, 8 ;
NT.
Hebr.
3, 8
.
Étym.
παραπικραίνω
.