παραρρητός

παραρριγόω-ῶ

παραρριπτέω-ῶ
*παρα·ρριγόω-ῶ (seul. fut. 2 sg. παραριγώσεις [ᾰρῑ] poét. p. *παραρριγώσεις) grelotter auprès de, dat. Anth. 5, 43.
Étym. π. ῥιγόω.