παραρριγόω-ῶ

παραρριπτέω-ῶ

παραρρίπτω
παρα·ρριπτέω-ῶ, jeter devant, rég. ind. au dat. Spt. Ps. 83, 11 ; Alciphr. 3, 51.
Étym. π. ῥιπτός.