παραστατικός

παραστατικῶς

παραστάτις
παραστατικῶς [τᾰ] adv. avec présence d’esprit, avec fermeté, Pol. 16, 28, 8, etc. ; DS. 18, 22, etc. ||
Cp. -ώτερον, DS. 20, 11.
Étym. παραστατικός.