παρασυνάγχη

παρασυναγωγή

παρασυναπτικὸς σύνδεσμος
παρα·συναγωγή, ῆς () [ῠᾰγ] réunion interdite, conciliabule, Rhét. 8, 456 W. ; Bas. 4, 665 Migne.