παρασυναγωγή

παρασυναπτικὸς σύνδεσμος

παρασυνάπτω
παρασυναπτικὸς σύνδεσμος () conjonction marquant un rapport de dépendance entre deux idées, particul. en parl. des conjonctions causales, D. Thr. 642, 643, etc.
Étym. παρασυνάπτω.