παρατρίϐω

παράτριμμα

παρατριπτέον
παράτριμμα, ατος (τὸ) écorchure ou inflammation par suite de frottement, entretaillure, Rhét. 6, 319 W. ; Antyll. (Orib. 2, 441 B.-Dar.).
Étym. παρατρίϐω.