παράξηρος

παραξιφίς

παραξόνιος
παρα·ξιφίς, ίδος () [ῐφῐδ] poignard ou coutelas qu’on portait à côté de l’épée à la ceinture, Str. 154 ; DS. 5, 33 ; Spt. 2 Reg. 5, 8, etc.
Étym. π. ξίφος.