παρεμπλάσσω

παρεμπλαστικός

παρεμπλέκω
παρεμπλαστικός, ή, όν, propre à boucher les pores, Diosc. 1, 133 ; 3, 23 ||
Cp. -ώτερος, A. Tr. 7, 289.
Étym. παρεμπλάσσω.