Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παροδοιπορέω
παροδοιπόρος
πάροδος
παρ·οδοιπόρος,
ου
(
ὁ
)
c.
παροδίτης,
Anth.
App.
247
.
Étym.
π. ὁδοιπόρος
.