παρόπτησις

παρόραμα

παρόρασις
παρόραμα, ατος (τὸ) [ρᾱ] chose mal vue, d’où bévue, méprise, Plut. M. 515c, 705c, 1123b ; Lgn 33, 4.
Étym. παροράω.