Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρρησιαστικῶς
παρρησιαστικός,
ή, όν,
franc,
Arstt.
Rhet.
2, 5, 11
.
Étym.
παρρησιάζομαι
.