παρθένος

παρθενόσφαγος

παρθενοτροφέω-ῶ
παρθενό·σφαγος, ος, ον [φᾰ] qui provient du meurtre d’une jeune fille, Eschl. Ag. 209.
Étym. παρθένος, σφάζω.