παρθενόσφαγος

παρθενοτροφέω-ῶ

παρθενοτροφία
παρθενο·τροφέω-ῶ, élever une jeune fille ou des jeunes filles, Suid. vo διαπαρθενεῦσαι ; au pass. Théano Ep. 6.
Étym. π. τροφή.