παρυγραίνω

πάρυγρος

πάρυδρος
πάρ·υγρος, ος, ον, légèrement humide, Man. 1, 87 ; τὸ π. Gal. 4, 185 ; 13, 832, sorte d’emplâtre.
Étym. π. ὑγρός.