παρυπάτη

παρυπατοειδής

παρυπνόω-ῶ
παρυπατο·ειδής, ής, ές [ῠπᾰ] qui a le son d’une note de la seconde corde, A. Quint. p. 12.
Étym. παρυπάτη, εἶδος.