πασσαλίσκος

πασσαλοκοπία

πάσσαλος
πασσαλο·κοπία, ας () [ᾰλ] action d’enfoncer des piquets, des chevilles ou des clous, Ath. (Math. vet. p. 15).
Étym. πάσσαλος, κόπτω.