Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποιέομαι-οῦμαι
πατρο·πάτωρ,
ορος
(
ὁ
) [
ᾰτω
] aïeul paternel,
Pd.
P.
9, 144 ;
N.
6, 29 ;
A. Rh.
1, 170
.
Étym.
π. πατήρ
.