πατρονόμος

πατροπαράδοτος

πατροπάτωρ
πατρο·παράδοτος, ος, ον, transmis de père en fils, DS. 17, 4 ; DH. 5, 48 ; NT. 1 Petr. 1, 18.
Étym. π. παράδοτος.