πειρατής

πειρατικός

πειρατικῶς
πειρατικός, ή, όν []
1 de pirate, Str. 668 ; Plut. Pomp. 30, 45, etc. ||
2 propre au métier de pirate, A. Tat. 2, 17.
Étym. πειρατής.