πειρατήριον

πειρατής

πειρατικός
πειρατής, οῦ () []
1 brigand, Pol. 4, 3, 8, etc. ||
2 pirate, Pol. 4, 6, 1 ; Str. 664 ; Plut. Luc. 2, etc.
Étym. πειράω.