πειθήμων

πειθήνιος

πειθηνίως
πειθ·ήνιος, ος, ον :
1 pass. docile au frein, Plut. M. 592c ; M. Ant. 1, 17 ; τὸ πειθήνιον, Plut. M. 442c, obéissance ||
2 act. qui dirige, qui conduit, Plut. M. 369c.
Étym. πείθω, ἡνία.